εστιατοριον

εστιατοριον
    ἑστιατόριον
    ἑστιᾱτόριον
    τό помещение для пиршества, обеденный зал Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εστιατοριον" в других словарях:

  • ἑστιατόριον — ἑστιᾱτόριον , ἑστιατόριον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εστιατήριον — ἑστιατήριον, τὸ (Α) τόπος καθορισμένος για να γίνονται οι εστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού εστιατόριον αναλογικώς προς τα ουσ. σε τήριον (πρβλ. εργασ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • εστιατόριο — το (ΑΜ ἑστιατόριον, Α και ἑστιατόρειον και ιων. ἱστιητόριον και ροδ. ἱστιατόριον) νεοελλ. 1. αίθουσα φαγητού, τραπεζαρία 2. ξενοδοχείο φαγητού, ρεστωράν, μαγειρείο, ταβέρνα αρχ. ο τόπος όπου γίνονται οι εστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το… …   Dictionary of Greek

  • ιστιητόριον — ἱστιητόριον και ἱστιατόριον, τὸ (Α) εστιατόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. παράλλ. τ. τού ἑστιατόριον*. Για την ερμηνεία τού ἱ βλ. λ. εστία] …   Dictionary of Greek

  • ἑστιατορίοις — ἑστιᾱτορίοις , ἑστιατόριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιατορίῳ — ἑστιᾱτορίῳ , ἑστιατόριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιατόρια — ἑστιᾱτόρια , ἑστιατόριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»